Είναι σημείο γαστρονομικής αναφοράς για τους Λαρνακείς και όχι μόνο
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά της εισόδου του πετρόχτιστου εστιατορίου, αν είσαι νέος μπαίνεις στην αυλή μιας εποχής για την οποία έχεις ακουστά από τους γηραιότερους, ενώ αν είσαι μεγαλύτερος εισέρχεσαι στην αυλή των παιδικών σου χρόνων.
Οι λευκοί παραδοσιακοί ξυλόφουρνοι είχαν πιάσει δουλειά – περασμένες 12 το μεσημέρι – και τα τραπέζια με τα καρό τραπεζομάντηλα ήταν έτοιμα να δεχθούν κόσμο. Τον βρήκα να καπνίζει και να πίνει τον καφέ του. Άνθρωπος ήρεμος και απλός. Μου επεσήμανε ότι δεν βιάζεται και δεν αγχώνεται, πλέον, για τη ζωή και άρχισε να μου αφηγείται την ιστορία του εστιατορίου του, που λειτούργησε στις 4 Ιουνίου του 1984.
«Προηγουμένως ήταν ένα ερείπιο», είπε, αλλά ο ίδιος δεν πτοήθηκε. Έδωσε £50.000 στους ιδιοκτήτες, το αγόρασε και άρχισε να χτίζει το όνειρό του χωρίς καθυστέρηση. Η επιχειρηματική αυτή κίνηση δεν ήλθε τυχαία. Ήτανε, σε μεγάλο βαθμό, απότοκο των βιωμάτων που είχε, καθώς από 12 χρόνων εργαζόταν πλάι στον πατέρα του, που επιχειρηματικό μυαλό καθώς ήταν, έφτιαχνε γαλακτοκομικά προϊόντα, ενώ παράλληλα δούλευε και ως χασάπης στη Λύση από το 1933 και αργότερα στην Ξυλοτύμπου.
Μια οικογένεια το προσωπικό
Το προσωπικό του εστιατορίου ανέρχεται σήμερα στα 15 άτομα και είναι σαν τη δεύτερη του οικογένεια: «Όποιος έρθει εδώ δεν φεύγει. Ο μάγειρας είναι στην κουζίνα μας από τη μέρα που ανοίξαμε. Ένα γκαρσόνι είναι εδώ 25 χρόνια, άλλος 28 κι άλλος 20. Όποιος έρχεται, μένει».
Τα γκαρσόνια είναι Κύπριοι. Αυτός είναι κανόνας απαράβατος, ώστε να δημιουργείται μια προσωπική σχέση με τον πελάτη, χωρίς να τους εμποδίζει η γλώσσα και η κουλτούρα στο να νιώθουν οικεία. «Ο σερβιτόρος καθορίζει τη σχέση με τον πελάτη. Αν του πει ‘φέρε μου μια μπύρα τσακρί’, πρέπει να καταλάβει ότι σημαίνει παγωμένη».
Εξάλλου, «η καλύτερη διαφήμιση είναι ο πελάτης», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μιλίτζιης, ρωτούμενος για πώς προωθεί και διαφημίζει το εστιατόριό του: «Γίναμε γνωστοί από στόμα σε στόμα. Οι πελάτες έρχονται, τρώνε, πληρώνουν μια λογική τιμή και πολλές φορές, επειδή είναι μεγάλες οι μερίδες, παίρνουν φαγητό μαζί τους στο σπίτι. Δεν προσπαθούμε να τους κλέψουμε, θέλουμε να δουλεύουμε προκομμένα».
Παραδοσιακό μαγείρεμα
Στο εστιατόριο συνεχίζουν να χρησιμοποιούν ξυλόφουρνους, αντί τους πιο οικονομικούς με γκάζι, καθώς πιστεύουν ότι κάνουν το φαγητό πιο νόστιμο και κρατάνε αναλλοίωτη την παραδοσιακή του γεύση: «Θέλουμε να μαγειρεύουμε όπως οι μητέρες και οι γιαγιάδες μας, αυθεντικό παραδοσιακό κυπριακό φαγητό». Ιδιαίτερη έμφαση δίνουν στο κρέας: «Πρέπει να ξέρεις να διαλέγεις κρέας ποιότητας και να το διαχειρίζεσαι». Ο ίδιος, προτού ανοίξει το εστιατόριο, δραστηριοποιείτο στην αγορά κρέατος της Λεμεσού, προμηθεύοντάς τη με αρνιά, ενώ από μικρός δούλευε πλάι στον πατέρα του, επίσης στον ίδιο τομέα, άρα πολύ φυσιολογική η ευαισθησία για «το καλύτερο».
Μερικά από τα πιο δημοφιλή πιάτα του εστιατορίου είναι, όπως είπε, το κλέφτικο, η αρνίσια σούβλα και το χοιρινό στα κάρβουνα, ενώ δεν προσφέρεται ψάρι. Οι ίδιοι φτιάχνουν, επίσης, το γιαούρτι, το χαλούμι, τη φέτα, τα παστά, τα λουκάνικα και τις ζαλατίνες που σερβίρονται.
Σταθερή παρέμεινε η πελατεία
Τον προσέχουν τον πελάτη, είπε, γι’ αυτό και τον έχουν: «Παρά την κρίση, η πελατεία μας παρέμεινε σταθερή. Αυτό, όμως, που με χαροποιεί ιδιαίτερα είναι το ότι έρχονται συνεχώς νέοι άνθρωποι στο εστιατόριο, ότι μας εκτιμά και η νέα γενιά, όχι μόνο οι παλαιότεροι».
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν είχαν και τις δύσκολες εποχές τους: «Δύο υπήρξαν οι δυσκολότερες στιγμές της επιχείρησης. Ο πρώτος χρόνος λειτουργίας, όταν ακόμα ο κόσμος δεν γνώριζε το εστιατόριο, και τα δύο χρόνια διεξαγωγής έργων στην Πιαλέ Πασιά, κατά τα οποία η πρόσβαση στο εστιατόριο γινόταν μετ’ εμποδίων, ενώ είχαμε συνάμα να αντιμετωπίσουμε θέματα όπως η σκόνη και η οχλαγωγία».
Το Εστιατόριο Militzis είναι, πλέον, αναπόσπαστο κομμάτι της οικογένειας που το δημιούργησε και έτσι θα παραμείνει, καθώς ήδη και οι τέσσερις γιοι του Παντελή Μηλίτζιη δουλεύουν εκεί και σκοπεύουν να συνεχίσουν. Δεν αποκλείουν, μάλιστα, μελλοντική επέκταση και σε άλλη πόλη.