Eίδαμε το «Trainspotting 2»


Το «Trainspotting» είναι ένα από τα πιο μπιτάτα, cool και οπτικά ανανεωτικά φιλμ της δεκαετίας του ’90, εκπρόσωπος μιας flashy άποψης που μετέτρεψε τα διδάγματα της διαφήμισης και του βιντεοκλίπ σε γοητευτική κινηματογραφική αφήγηση. Τι έχει απομείνει από όλα αυτά έπειτα από δύο δεκαετίες; Καινούργια κινηματογραφική πρόταση δεν υπάρχει, φυσικά, από έναν Ντάνι Μπόιλ που μπορεί να έφτασε μέχρι το Όσκαρ σκηνοθεσίας με το φολκλορικό «Slumdog Millionaire», αλλά πραγματικά σπουδαία ταινία δεν υπέγραψε ποτέ. Ό,τι έχει απομείνει πλέον δεν είναι παρά η νοσταλγική ανάμνηση πάνω σε μια γλυκιά και πικρή, χαρούμενη και θλιβερή, απόλυτα ιλιγγιώδη εποχή στην οποία προσπαθούν μάταια να ξαναγυρίσουν τέσσερις από τους χαρακτηριστικότερους σινε-πρωταγωνιστές της.

Αφορμή αυτής της πολλαπλά καθυστερημένης επιστροφής είναι η απόφαση του Μαρκ Ρέντον, ο οποίος στο τέλος της πρώτης ταινίας είχε αρπάξει τα λεφτά από τα ναρκωτικά που προορίζονταν για όλη την παρέα και είχε εξαφανιστεί, να επιστρέψει στο Εδιμβούργο και να αποζημιώσει τους ριγμένους φίλους του: τον αφελή και διαρκώς παρασυρμένο από τις σειρήνες της ηρωίνης Σπαντ, τον φιλόδοξο μικροκακοποιό Σικ Μπόι και τον αυτοκαταστροφικά τσαμπουκαλή Μπέγκμπι, ο οποίος –σε υπερβολικά βολικό συγχρονισμό– δραπετεύει από τη φυλακή στην οποία ήταν τόσο καιρό κλεισμένος και πέφτει πάνω στους παλιούς συντρόφους του.

Ο Τζον Χοτζ στηρίζεται στο «Πορνό», το γραμμένο και πάλι από τον Έρβιν Γουέλς λογοτεχνικό σίκουελ του «Trainspotting», αλλά αναπτύσσει ένα λίγο πολύ πρωτότυπο σενάριο, εστιασμένο στις σχέσεις των τεσσάρων πρωταγωνιστών. Όλοι τους αντιμετωπίζουν αρχικά με οργή τον μετανοημένο Ρέντον, ενώ όμως ο Σπαντ τον συγχωρεί γρήγορα, ο Σικ Μπόι αποφασίζει να τον εκδικηθεί μέσα από μια καλοστημένη κομπίνα και ο Μπέγκμπι ψάχνει να τον βρει με άμεσα απειλητικότερες διαθέσεις. Στη μέση μπαίνει και η Βερόνικα, η Βουλγάρα «υπάλληλος» του Σικ Μπόι, και όλοι τους μπλέκονται σε ένα γαϊτανάκι προδοσίας, προσμονής, ενοχής, απόγνωσης και νοσταλγίας, αναζητώντας ένα κοινό παρελθόν που έχει οριστικά χαθεί.

Πίσω από τις φλασάτες, στιλιστικά ευρηματικές εικόνες αυτή η γλυκόπικρη αίσθηση αναδύεται κατά στιγμές και το «T2» γίνεται συγκινητικό και ανθρώπινο. Κάτι κινηματογραφικά ουσιαστικό μα φευγαλέο, καθώς ο Μπόιλ κυνηγά την ουρά του προσπαθώντας να είναι διαρκώς νεωτεριστικός και απρόβλεπτος, ενώ το στόρι στο οποίο πατάει­ παραμένει διεκπεραιωτικό, χωρίς ουσιαστικό διηγηματικό ενδιαφέρον. Μερικές σκηνές είναι ξεκαρδιστικές (η σεκάνς των φανατικών προτεσταντών ), κάποιοι χαρακτήρες απλώς γραφικοί, πολλές συμπτώσεις εκβιαστικές, κάποιες ατάκες πανέξυπνες, η επιλογή των τραγουδιών χωρίς μεγάλη έμπνευση (από The Clash και Wolf Alice μέχρι Iggy Pop ) και ο νέος «Choose life» μονόλογος πομπώδης και διδακτικός. Καλώς ή κακώς, ταινίες που σημάδεψαν μια γενιά δεν μπορούν να επαναληφθούν παρά μόνο ως τραγωδία ή φάρσα.

 



Κύριες Ειδήσεις





Translate »